- δυσκρατής
- δυσκρατής, -ές (Α)δυσκράτητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσκρατέστατον — δυσκρατής masc acc superl sg δυσκρατής neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek